κοκκυ

κοκκυ
    κόκκυ
    interj. подраж. крику кукушки «куку»
    

(ὁπόθ΄ ὅ κόκκυξ εἴποι κ. Arph.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "κοκκυ" в других словарях:

  • κόκκυ — (Α) 1. κούκου, η φωνή τού κόκκυγα, τού κούκου 2. (ως επιφών.) εμπρός, γρήγορα («κόκκυ, μεθεῑτε» εμπρός, γρήγορα, αφήστε, Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ τ. *kuku (που οφείλεται σε ονοματοποιία από μίμηση τής φωνής τού κούκου), προήλθε από… …   Dictionary of Greek

  • κόκκυ — κόκκῡ , κόκκυ cuckoo indeclform (exclam) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόκκυγ' — κόκκῡγα , κόκκυξ cuckoo masc acc sg κόκκῡγι , κόκκυξ cuckoo masc dat sg κόκκῡγε , κόκκυξ cuckoo masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοκκύγων — κοκκύ̱γων , κόκκυξ cuckoo masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόκκυγα — κόκκῡγα , κόκκυξ cuckoo masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόκκυγας — κόκκῡγας , κόκκυξ cuckoo masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόκκυγες — κόκκῡγες , κόκκυξ cuckoo masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόκκυγι — κόκκῡγι , κόκκυξ cuckoo masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόκκυγος — κόκκῡγος , κόκκυξ cuckoo masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόκκυξ — κόκκῡξ , κόκκυξ cuckoo masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόκκυξι — κόκκῡξι , κόκκυξ cuckoo masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»